- Ἀντώνιον
- Ἀντώνιοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημαγωγώ — (AM δημαγωγῶ, έω) [δημαγωγός] είμαι δημαγωγός, εξασφαλίζω την εύνοια τού λαού με απατηλά μέσα αρχ. 1. είμαι ηγέτης τού δήμου, τού λαού 2. προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια κάποιου, σαγηνεύω κάποιον εκμεταλλευόμενος τα πάθη του («ἀλλ ἦ δημαγωγεῑ… … Dictionary of Greek
επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… … Dictionary of Greek
Καβάφης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια 1863 – Αλεξάνδρεια 1933). Ποιητής. Ο πατέρας του, Πέτρος Ιωάννης, ήταν δραστήριος έμπορος στην Αλεξάνδρεια, όπου τότε είχε αρχίσει να ακμάζει το ελληνικό στοιχείο. Η μητέρα του, Χαρίκλεια (το γένος Γεωργάκη Φωτιάδη), ανήκε σε παλιά… … Dictionary of Greek
АНТОНИЙ ВЕЛИКИЙ — Прп. Антоний Великий. Фреска ц. Панагии Араку в Лагудере (Кипр). 1192 г. Прп. Антоний Великий. Фреска ц. Панагии Араку в Лагудере (Кипр). 1192 г. (Египетский) [копт. ; греч. ̓Αντώνιος ὁ Μέγας] (ок. 251 ок. 356, Ср. Египет), прп. (пам. 17 янв.),… … Православная энциклопедия
ИСИХИЙ ИЕРУСАЛИМСКИЙ — [греч. ῾Ησύχιος, πρεσβύτερος ῾Ιεροσολύμων] (2 я пол. IV в. ок. 451), прп., пресвитер (пам. 28 марта, согласно Месяцеслову имп. Василия II; 22 сент., согласно Палестино грузинскому календарю; а также в Соборе всех прп. отцов в субботу сырной… … Православная энциклопедия